έμβρυος

έμβρυος
ος , ον уст. зародышевый, эмбриональный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έμβρυος" в других словарях:

  • έμβρυος — (I) ον βλ. έμβρυο. (II) ἔμβρυος, ον (Α) σκεπασμένος με θαλασσινά βρύα …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ἔμβρυον — young one neut nom/voc/acc sg ἔμβρυος growing in masc/fem acc sg ἔμβρυος growing in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρύοις — ἔμβρυον young one neut dat pl ἔμβρυος growing in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρύοισιν — ἔμβρυον young one neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔμβρυος growing in masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρύου — ἔμβρυον young one neut gen sg ἔμβρυος growing in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρύων — ἔμβρυον young one neut gen pl ἔμβρυος growing in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρύῳ — ἔμβρυον young one neut dat sg ἔμβρυος growing in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμβρυα — ἔμβρυον young one neut nom/voc/acc pl ἔμβρυος growing in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»